κακῇς

κακῇς
κακάζω
cackle
fut ind act 2nd sg (doric)
κακός
bad
fem dat pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακῆς — κακάζω cackle fut ind act 2nd sg (doric) κακός bad fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκης — κάκη wickedness fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Παραλία Κακής Θάλασσας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατολικής Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας …   Dictionary of Greek

  • διαγωγή — η (AM διαγωγή) [διάγω] 1. ο τρόπος με τον οποίο περνά κανείς τη ζωή του 2. η συμπεριφορά, το φέρσιμο 3. φρ. α) «κακής διαγωγής άνθρωπος» άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές β) (για γυναίκα) «κακής διαγωγής» πόρνη μσν. νεοελλ. τόπος διαμονής αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek

  • σκατο- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. σκατό και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα περιττώματα, στα κόπρανα (πρβλ. σκατο λογία, σκατό μυγα, σκατο φαγία). Η μορφή χρησιμοποιείται συνήθως με… …   Dictionary of Greek

  • υποσιτισμός — (Ιατρ.). Ο υ. παρατηρείται στα βρέφη, των οποίων η μητέρα ή η τροφός δεν έχει αρκετό γάλα ή έχει γάλα κακής ποιότητας, (χωρίς αρκετό βούτυρο). Τα βρέφη που τρέφονται τεχνητά υποσιτίζονται αν το γάλα είναι φτωχό σε βούτυρο ή όταν οι μερίδες του… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), με καταγωγή από τις Σκανδιναβικές χώρες (όπου είναι γνωστό με τον όρο Ombudsman), το οποίο έχει σκοπό τον έλεγχο των άλλων οργάνων της ΕΕ. Στον Ε.Δ. μπορεί να προσφύγει κάθε φυσικό (πολίτες) ή νομικό πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • добрая жена — веселье, а худая — зло зелье — (Зелье отрава, негодный человек.) Ср. А с доброю женой (кто этого не знает?) Живется как то веселей. Крылов. Откупщик и Сапожник. Ср. Nette Pflanze. Ср. Der Erde Paradies und Hölle Liegt in dem Worte Weib. Seume. Der grosse Muth. 3 4. Ср. For men …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”